-
1 усилитель
ο ενισχυτ/ήςο πολλαπλασιαστήςапериодический - μη περιοδικός -, μη-επιλεκτικός -йодистый полигр. - ιωδιούχος -масштабный вчт. - της κλίμακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усилитель
-
2 деление
1. мат., биол. η διαίρεση- надвое η διχοτομία, η διχοτόμηση- на отрезки ο διαχωρισμός σε τμήματα, ο διαμερισμός- на три части - στα τρία, ο διαχωρισμός σε τρία τμήματαполюсное - эл. το πολικό βήμα3. (яд.физ.) η διάσπαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деление
-
3 температура
1. физ. η θερμοκρασία- ζέσηςкомнатная - δωματίου/περιβάλλοντος2. мед. о πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура
-
4 угол
1. (мат., тех) η γωνί/αвестовый - см. часовой -мор.) - της κλίσης- наклона (кривой траектории и т.п.) - κλίσης- напыления (между осью струи и покрываемой поверхностью) - ψεκασμού (ανάμεσα στον άξονα ροής και την επιφάνεια της επικάλυψης)предельный - опт. οριακή -путевой (нвг.) - πορείαςтрёхгранный - см. телесный -часовой - (нвг.)(вестовый угол) δυτική οριακή -шаговый(гребного винта) - βήματος (της έλικας)2.(место пересечения двух предметов двух сторон и т.п.) η γωνιά, ο κόμβοςτοσημείο συνάντησης (δύο αντικειμένων ή πλευρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угол
-
5 уравнение
1. мат. η εξίσωσηбиквадратное - τεταρτοβάθμια -, διτετρά-γωνη -квадратное - см. - второй степени кинетическое - κινητική -линейное - γραμμική -, πρωτοβάθμια -скоростное - см. кинетическое -2. (действие) η εξομάλυνση, η ισοπέδωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уравнение
-
6 ошибка
το σφάλματο λάθοςпризнавать свою - у ομολογώ/αναγνωρίζω το -коллимационная (геод.) - του δείκτηпараллактическая - см. - на параллакс систематическая - συστηματικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибка
-
7 искажение
η παραμόρφωσ/ηбочкообразное - (тлв.) βαρε-λοειδής --кадра (тлв.) - εικόναςфазочастотное - των φάσεων/συχνοτήτων- формы - της μορφής/φόρμαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искажение
-
8 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
9 влияние
(воздействие) η επίδραση, η επιρροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > влияние
-
10 марш
1. (лестничный) η πτέρυγα (της κλίμακας/σκάλας)το τμήμα της σκάλας μεταξύ δύο πλατύσκαλων2. муз. το εμβατήριο, το μαρς (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марш
-
11 балл
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балл
-
12 подступенок
(лестницы) η αντιβαθμίδα (της κλίμακας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подступенок
-
13 трап-балка
το καπόνι της κλίμακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трап-балка
-
14 трап-тали
το σύσπαστο της κλίμακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трап-тали
-
15 масштабный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. της κλίμακας.2. μτφ. μεγάλης έκτασης, μεγάλων διαστάσεων, μεγάλου μεγέθους• μεγάλος, τρανός.εκφρ.- ая линейка – κανόνας επίπεδος με μετρικές διαιρέσεις. -
16 терция
-и θ. (μουσ.) η τρίτη (φωνή της κλίμακας)•малая терция η τρίτη ελάσσονα•
большая терция η τρίτη μείζονα.
-
17 передатчик
ο πομπός, коротковолновый - των βραχέων κυμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передатчик
-
18 приёмник
1. (прад., рлк.) о δέκτ/ηςрадиолокационный - ο ραδιοεντοπιστής, το ραντάρ (ξεν)- сигнала бедствия автоматический αυτόματος - του σήματος ανάγκης/κινδύνου2. (сборник) о συλλέκτης 3. (ёмкость) η υποδοχή, το δοχείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмник
-
19 модель
1. (образец какого-л. изделия, образец для изготовления чего-л) το μοντέλο, το πρότυποлитейная - χύτευσης 2 (уменьшенное или в натуральную величину воспроизведение или схема чего-л.) το πρόπλασμα, το μοντέλοмасштабная - υπό/σε κλίμακα3. (тип, марка конструкции) о τύπος, η έκδοση, το μοντέλο 4. (схема какого-л. явления или физического объекта) το πρότυπο, το μοντέλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модель
-
20 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
Φαρενάιτ, Γκαμπριέλ Ντανιέλ — (Fahrenheit, Ντάντσιχ 1686 – Χάγη 1736). Γερμανός φυσικός, γνωστός ιδιαίτερα από το πρώτο υδραργυρικό θερμόμετρο που κατασκεύασε (1714) και τη βαθμονόμηση της ομώνυμης θερμομετρικής κλίμακας, που χρησιμοποιείται και σήμερα στις αγγλοσαξονικές… … Dictionary of Greek
τονικότητα — Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο. Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος… … Dictionary of Greek
μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek